Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Οι «Ρωμαίοι Τούρκοι» και οι Οθωμανοί


 
*του Γρηγόρη Γιοβανόπουλου

Οι νέες αντιλήψεις και κατευθύνσεις της ιστορικής σκέψης που εμφανίστηκαν από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα με τη γαλλική σχολή των Annales και τη σχολή του ιστορικού υλισμού ή όπως αποκαλείται, μαρξιστική Σχολή, επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη της ιστοριογραφίας.
Η σχολή των Annales υποστήριζε πως η αφηγηματική, γεγονοτολογική ιστορία, που χαρακτήριζε την ιστοριογραφία το δέκατο ένατο αιώνα αλλά και πολλές δεκαετίες του 20ου αιώνα πρέπει να στραφεί σε διαφορετικές μορφές ιστορικής έρευνας, δίνοντας έμφαση σε κοινωνικά και επιστημονικά δεδομένα.

Η μαρξιστική Σχολή από την άλλη υποστηρίζει την οικονομική διάσταση της ιστορίας καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις έρχονται σε διαρκείς συγκρούσεις με αποτέλεσμα την διμηουργία ιστορικών γεγονότων. Η επιρροή του Μαρξισμού επηρέασε την ιστοριογραφία των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης και αναπόφευκτα αμβλύνθηκε μετά την κατάρρευσή τους. Η επίδραση όμως της Γαλλικής της Σχολής των Annales, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν πολύ σημαντική και επηρέασε καθοριστικά τη γερμανική αλλά και την βρετανική ιστοριογραφία.
 Έτσι Από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η δυτική επιστημονική ιστοριογραφία είχε την τάση να απομακρυνθεί από την ιστορία-αφήγηση. Η ιστορία, έγινε όλο και πιο τεχνική ή επιστημονική και υπήρξε η βούληση η ιστορία να απομακρυνθεί από τον λογοτεχνικό χαρακτήρα που είχε παλιά με τη ρομαντική ιστορία. Έτσι έχουμε και στον τόπο μας (με την τεράστια ιστορία ) αντίστοιχες αμφισβητήσεις και προσπάθειες διαφορετικής γραφής της ιστορίας. Ως εδώ καλά βέβαια ,καθώς κάθε τι νέο έχει την γοητεία του αλλά και την επιστημονική του αξία ,μπορούμε να κάνουμε και μερικά διδακτορικά ή μεταπτυχιακά ,ή να γράψουμε ενδιαφέροντα βιβλία με αυτή τη νέα αντίληψη ( όπως μου είπε και κάποιος φίλος, αμφισβητώντας ενδόμυχα την προβολή γεγονότων των βαλκανικών πολέμων).
 Όμως εμείς ως γνήσιοι Έλληνες πλειοδοτούμε στην αμφισβήτηση της κλασικής Ιστορίας. Προσπαθούμε να την ξαναγράψουμε (πράγμα υγιές βέβαια ) δυστυχώς όμως δικαιώνοντας, εξαγνίζοντας , δικαιολογώντας τους καταστροφείς και σφαγείς της ιστορίας, ή στρογγυλεύοντας επικίνδυνα (γιατί άραγε;) το παρελθόν.
Δυστυχώς όμως πάλι βιάστηκαν και πλειοδότησαν πολλοί ιστορικοί μας καθώς αυτή η «άλλη» σχολή σκέψης δέχτηκε διαδοχικές επιστημονικές επιθέσεις μέσα από τη Γαλλία (που πρωτοστάτησε σ’ αυτή την αλλαγή ιστορικής σκέψης) όσο και από τις ΗΠΑ από τις οποίες ξεκίνησαν δύο «επιθέσεις κατά της «σχολής των Annales» με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αναθεωρούν την «αναθεωρημένη» ιστορία τους και να επιστρέφει η αφηγηματική αλλά και η γεγονοτολογική Ιστορία με αρκετά βέβαια επιστημονικά αλλά και κοινωνικά στοιχεία. ‘Έτσι και μετά τον «συνωστισμό» στην προκυμαία της Σμύρνης και την παραδοχή πως οι Έλληνες ποτέ δεν ήταν θύματα , συζητούμε και για το αν η τουρκική κατάκτηση ήταν Οθωμανοκρατία ή Οθωμανική περίοδος. Ιδιαίτερα χρήσιμη αυτή η κουβέντα κατά τη γνώμη μου καθώς πιστεύω πως με την παράθεση των επιχειρημάτων, των πηγών και των επιστημονικών ευρημάτων είναι σίγουρο πως θα προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα. Θα ήθελα εδώ να παραθέσω μια σειρά γεγονότων , μαρτυριών και σκέψεων όχι μόνο σχετικά με τους Οθωμανούς αλλά και με τα ξαδέρφια τους (μάλλον μακρινά) τους Σελτζούκους που θα μείνουν γνωστοί ως οι «Ρωμαίοι Τούρκοι».
Κατά το 10ο αιώνα λοιπόν διάφορες ορδές Τουρανών μεταναστεύουν από τα ανατολικά και καταλήγουν στην Περσία και τη Μικρά Ασία, δημιουργώντας τη Σελτσουκική Αυτοκρατορία. Γύρω στα 985, όταν κλονίστηκε η κεντρική εξουσία της ομοσπονδίας των Ογούζων, ο γιος κάποιου Νταντάκ Σελτσούκ, που ήταν σούμπασης (subasi), δηλαδή αρχιστράτηγος, παρέλαβε τη φυλή του και εισέβαλε στο χώρο του τότε ισλαμικού κόσμου. Με 100 ιππείς, 1500 καμήλες και 50000 ερίφια, στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη Τζεντ. Ο εγγονός του Σελτσούκ, Τογρούλ μπέης, κατά το 1038,κατέλαβε την πόλη Νισαπούρ και ίδρυσε το πρώτο Σελτζουκικό κράτος. Έτσι το 1701, με τη νίκη που κατήγαγε στο Μαντζικέρτ ο Αλπ Αρσλάν επί των Βυζαντινών, άνοιξε ο δρόμος για την Μικρά Ασία.
Οι αρχές και οι κανόνες που εφαρμόστηκαν ήδη απ’ τους Ασιάτες Ούνους και στη συνέχεια από κάθε τουρανική αυτοκρατορία που βασιζόταν πάνω στην ιδέα της ομοσπονδίας των φύλων, εξακολούθησαν να ισχύουν και στους Σελτζούκους. Όμως θα δούμε πως οι νέοι αυτοί κυρίαρχοι θα πετύχουν στον ρόλο που ανέλαβαν με την κατάκτηση καθώς εντάχθηκαν, στις δομές του υπάρχοντος κοινωνικού μορφώματος, εξασφαλίζοντας σ’ αυτές αποτελεσματικότερη λειτουργία. Το Σελτσουκικό κράτος, δεν επιχείρησε μια αναστροφή των παραγωγικών δυνάμεων με σκοπό την απόλυτη εξάρτησή τους απ’ αυτήν.
Οι Σελτσούκοι, σε αντίθεση προς τους ομόφυλούς τους Τουρκομάνους ή Τούρκους αποκαλούνταν Ρωμαίοι και απέρριπταν την τουρκική ιδιότητα. Βέβαια και οι Βυζαντινοί δεν αποκαλούνταν Έλληνες. Αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα της θρησκευτικής αντίληψης που θεωρούσε το «Έλληνας» συνώνυμο προς το «ειδωλολάτρης», κατά συνέπεια η επωνυμία υπονοούσε βλασφημία. Ο τύπος του Ρωμαίου ή Ρωμηού επικράτησε μέχρι το 19ο αιώνα με αυτή την έννοια, δηλαδή του χριστιανού Ορθόδοξου και όχι του βέβηλου. Για παράδειγμα, μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται ο όρος «Έλληνας» από τον Κοσμά τον Αιτωλό ή τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Παρατηρείται ακόμα ότι, παρότι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν έφθασαν μέχρι του σημείου να αποκαλούνται Έλληνες, η ελληνική ιδιότητα ή η χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας περιποιούσε τιμή, ιδιαίτερα σε φωτισμένους και επίλεκτους Βυζαντινούς.
Αντίθετα, οι Σελτζούκοι απέρριπταν την τουρκική ιδιότητα όχι για λόγους θρησκευτικής πίστης, αλλά γιατί το σημαινόμενό της ήταν η πολιτισμική κατωτερότητα. Και τούτο γιατί είχαν συνείδηση πως οι δομές της ρωμαϊκής κοινωνίας, στην οποία είχαν ενταχθεί, ήταν διαφορετικές από εκείνες των τουρκικών φυλών, που κατά την κρίση τους ήταν κατώτερες. Γι’ αυτό και οι Σελτσούκοι δεν αποκάλεσαν τη χώρα τους Τουρκία και απέφυγαν να επικαλεστούν την τουρκική τους ιδιότητα. Αντίθετα δε δίστασαν να αποκαλέσουν τη μεγαλύτερη διοικητική περιφέρεια του κράτους τους, είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο και περιλάμβανε την Άγκυρα φτάνοντας δυτικά μέχρι το Δορύλαιο και ανατολικά μέχρι την Καισάρεια, « Βιλαγέτ-ι Γιουνανή» (vilayet-I Yunani), δηλαδή ελληνική επαρχία ή πιο απλά Ελλάδα. (Akdag, 1974).
Το γεγονός είναι πολύπλευρα σημαντικό. Αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας κατά το 12ο -13ο αιώνα είχαν βαθιά συνείδηση της ελληνικότητάς τους πράγμα που όχι μόνο αποδέχονταν οι Σελτσούκοι, αλλά και το πρόβαλλαν ως τιμητικό τίτλο που αντανακλούσε στους ίδιους. Έτσι η Σελτζουκική κυρίαρχη ιδεολογία ήταν πιο προωθημένη σ’ ό,τι αποκαλέσαμε ελληνικές δομές απ’ ότι η ιδεολογία που επικράτησε στο βυζαντινό και οσμανοκρατούμενο ελληνισμό. Και τούτο γιατί η επεμπόληση του τουρκικού στοιχείου από τους Σελτσούκους είχε το νόημα σαφούς προσανατολισμού τους προς συγκεκριμένες πολιτιστικές δομές.
Κατά τον Εφλακή (1291-1360), ο Τούρκος Μεβλάνα Τζελαλετντίν-ι Ρουμή, εκτός του ότι προέκρινε για τον εαυτό τους τη ρωμαϊκή ταυτότητα, πίστευε πως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται Τούρκος στην κατασκευή ενός τοίχου: «Για την οικοδόμηση πρέπει να προσλαμβάνονται έλληνες εργάτες και για την κατεδάφιση το αντίθετο, δηλαδή τούρκοι. Γιατί η δόμηση του κόσμου είναι ιδιότητα των Ελλήνων, ενώ η καταστροφή και το γκρέμισμα έχει ανατεθεί στους Τούρκους. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, πρωταρχικά έδωσε ψυχή σε ανυποψίαστους απίστους….. Εκείνοι ύψωσαν πάνω στους λόφους μαρμάρινες κορυφές, πολλές πόλεις και φρούρια…. Αλλά ο Θεός έτσι τα οργάνωσε, ώστε με το χρόνο αυτές οι οικοδομές να γκρεμιστούν. Τότε ο Θεός δημιούργησε τους Τούρκους, προκειμένου, δίχως να αισθάνονται σεβασμό και λύπη, να γκρεμίσουν όλες τις οικοδομές που βλέπουν. Οι Τούρκοι γκρέμισαν και ακόμη γκρεμίζουν. Αυτό θα κάνουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Στο τέλος, η καταστροφή του Ικονίου θα γίνει από τα χέρια των άσπλαχνων και άδικων Τούρκων» (Eflaki,1964:207).
Είναι φανερή η διάκριση ανάμεσα στις δομές που «χτίζονται» και σε αυτές που ανατρέπονται . Οι πρώτες συντάσσονται από Έλληνες και οι δεύτερες ανατρέπονται από Τούρκους Έτσι ο ίδιος δεν παραλείπει να αποκαλέσει τους Ρωμαίους Σελτσούκους και το λαό τους Έλληνες: Γιουνανιγιάν (Yunaniyan) (Golpinarli, 1959:207)
Έτσι η κοινωνική σύνθεση στα κράτη των Σελτσουκιδών αλλά και των διαδόχων τους, που μεσολάβησαν μέχρι την τελική επικράτηση των Οσμανών, παρότι ήταν μια μεσαιωνική ισλαμική πολιτεία ήταν σχετικά ανοιχτή. Έτσι δεν εφαρμόζεται ο ιερός νόμος των Μουσουλμάνων που ορίζει πως: «… δεν θα επιτρέπεται στους χριστιανούς να διατηρούν στην περιοχή της πόλης εκκλησίες και μοναστήρια, στέγες άγαμων κληρικών και να ανακαινίζουν τους ρημαγμένους τους ναούς. Οι μη μουσουλμάνοι θα πρέπει να διαφέρουν στην εμφάνιση και στην αμφίεση από τους μουσουλμάνους και ειδικά στα πιλήματα, τα σαρίκια, τα υποδήματα, τη μορφή της γενειάδας τους. Να μην λαμβάνουν ονόματα και πατρώνυμα μουσουλμανικά. Να μην ιππεύουν σαμαρωμένα άλογα. Να μη ζώνονται τα σπαθί, να μη φέρουν άρματα …..» (Kerimuddin Mahmut, 1943:354-355). Ο ίδιος συγγραφέας διατυπώνει με λύπη του πως «δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς τους Εβραίους και τους χριστιανούς από τους μουσουλμάνους, επειδή η αμφίεσή τους είναι όμοια». Μονάχα κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα ο Μογγόλος Τιμουρτάς θα απαγορεύσει το κρασί και θα καθιερώσει το κίτρινο σαρίκι για τους μουσουλμάνους, προκειμένου να είναι ορατή η διάκρισή τους.
Έτσι θα παρατηρηθεί ότι όταν το 1230 ο σουλτάνος Αλαεντίν Κεϊκουμπάτ, επιστρέφοντας τροπαιούχος στην Καισάρεια , έτυχε επίσημης θριαμβευτικής υποδοχής στην οποία συμμετείχε και ο χριστιανικός κλήρος. Ακόμη, επιτράπηκε η δημόσια ανάγνωση εκκλησιαστικών ύμνων και ψαλμωδιών καθώς και οι κωδωνοκρουσίες.
Η βυζαντινή κοινωνία στην οποία επικάθησαν ως κατακτητές οι Σελτζούκοι ήταν έκδηλα αγροτική και η παραγωγή στηριζόταν στη γεωργία. Οι άρχοντες, οι εντεταλμένοι κυρίως για την είσπραξη των φόρων, σφετερίζονταν και διαμοιράζονταν τη γη, μονάχα στους άρχοντες, στους φορείς της κρατικής εξουσίας (τοπάρχες κ.λπ.), αλλά, και στην Εκκλησία. Τα χωράφια και οι αγροί που τα αποτελούσαν καλλιεργούνταν από γεωργούς όχι ελεύθερους αλλά προσδεμένους στη γενέθλιά τους γη, τους παροίκους ή τους προσκαθημένους.
Το ατομικό καθεστώς των τελευταίων ήταν οικτρό. Πωλούνταν και αγοράζονταν οι ίδιοι και οι απόγονοί τους, μαζί με τα κτήματα που καλλιεργούσαν. Κάθε κτήμα είχε ορισμένο αριθμό παροίκων/ γεωργών όπως είχε και ανάλογο αριθμό ζώων, πουλερικών, αμπελιών, βοσκών κ.λπ. Ολόκληρη η οικογένεια κάθε πάροικου ήταν γραμμένη στο κτηματολόγιο. Σ’ αυτό αναφερόταν το συγκεκριμένο κτήμα στο οποίο ανήκε και με το οποίο συμπωλούνταν. Ήταν η μόνη ίσως διαφορά που χώριζε τους παροίκους από τους κυρίως δούλους, αλλά το καθεστώς τους στην πράξη δεν ήταν καλύτερο. Έπαιρναν ελάχιστο μερίδιο από τους καρπούς και τα προϊόντα του κτήματος. Οι δουλοπάροικοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα στη γη που καλλιεργούσαν, μπορούσαν μονάχα να πωλήσουν τα ζώα και να βοσκήσουν τους χοίρους στους δρυμούς, καθώς και να κόβουν αδιακρίτως ξύλα. Ακόμη, ο δουλοπάροικος δεν μπορούσε ούτε να νυμφευθεί, ούτε τη θυγατέρα του να δώσει σε γάμο δίχως την άδεια του τιμαριούχου. Μαρτυρία δουλοπάροικου ενώπιων του δικαστηρίου εναντίον του φεουδάρχη δεν είχε ισχύ, αντίθετα, ο τελευταίος μπορούσε να φυλακίζει το δουλοπάροικο για μια νύχτα. Το μερίδιο του φεουδάρχη από την παραγωγή συχνά ξεπερνούσε το 50% (Κόντος Π., 1929:127). Είναι απόλυτα φανερό γιατί οι νεοφερμένοι κατόρθωσαν όχι μόνο να κυριαρχήσουν αλλά και να γίνουν ανεκτοί από τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν μάλιστα να έχουν παρά τις συγκρούσεις άριστες σχέσεις με τους Βυζαντινούς και να αναπτύξουν σχέσεις επιγαμίας με την βασιλική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Τα πράγματα βέβαια θα αλλάξουν δραματικά όταν στο προσκήνιο θα εμφανιστούν οι Οσμανοί.
Κατά το 13ο αιώνα κάποιες ομάδες τουρκμενικών φυλών, που πιέζονταν από τους Μογγόλους, μετατοπίζονται δυτικά. Ήταν νομάδες που είχαν στερηθεί τα ποίμνιά τους. Και αποτελούσαν πληγή για τον ντόπιο πληθυσμό λόγω των σε βάρος του επιδρομών και λεηλασιών. Η φυλή η οποία έμελλε να ιδρύσει το Οσμανικό κράτος, ή ορθότερα να αποτελέσει τον πυρήνα του, ήρθε στη Μικρά Ασία μετά το 1231 όπου και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους και διαλύθηκε η ομάδα του. Έτσι τμήμα κατευθύνθηκε προς την Περσία, άλλο προς τη Συρία. Ορισμένες όμως οικογένειες από εκείνες που είχαν καταφύγει στη Μικρά Ασία κάτω από την ηγεσία των δύο από τους τέσσερις γιούς του Σουλεϊμάν Σαχ, του Ερτογρούλ και του Ντουντάρ, έφτασαν στο Σουρμελή Τσουκούρ, μια κοιλάδα που βρίσκεται στα ανατολικά της Θεοδοσιούπολης (Ερζ-ου-ρουμ) και περιβάλλεται από παντού από ψηλές και απρόσιτες οροσειρές. Εκεί δημιούργησαν έναν καταυλισμό από πεντακόσιες σκηνές. Την εποχή εκείνη το Σελτσουκικό κράτος της Ανατολίας (του Ρουμ) ήταν σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης .Ο Ερτογρούλ φάνηκε αρκετά έξυπνος και καιροσκόπος: έθεσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του Σελτσούλου ηγεμόνα
Έτσι και ο Αλαεντίν Κεϊκουμπάτ (Σελτζούκος Σουλτάνος) φρόντισε ν’ απομακρύνει τον Ερτογρούλ από την ενδοχώρα και να τον οδηγήσει προς τη Δυτική Μικρά Ασία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί πως η πάγια τακτική που ακολούθησαν τα ισλαμικά και κατ’ επέκταση τουρανικά κράτη ήταν η προώθηση των ορδών που, έφθαναν διαδοχικά από τα βάθη της Ασίας, στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί πιο πρόσφατα, δηλαδή αυτά που βρίσκονταν δυτικότερα.
Ο Ερτογρούλ Γκάζη ονομάστηκε ουτς μπέης, που στην κυριολεξία σημαίνει ακρίτας (ucbeyi) και η πατριά του ανέλαβε την επιτήρηση των βυζαντινοσελτσουκικών συνόρων ,ύστερα όμως από μερικές επιτυχίες σε βάρος τόσο των Μογγόλων όσο και τον Βυζαντινών, προχώρησε δυτικότερα και εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο (Σογιούυ), νότια του Δορυλαίου (Εσκή Σεχίρ). Εκεί πέθανε και τάφηκε το 1281.
Γιος του Ερτογρούλ Γκάζη ήτν ο Οσμάν Γκάζη είναι αυτός που θα ιδρύσει το Οσμανικό κράτος κατακτώντας όλο και περισσότερα εδάφη. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο Οσμάν και οι απόγονοί θα καταλάβουν ολόκληρη τη Μ Ασία και θα απορροφήσουν (δυστυχώς) τα κράτη των «Ρωμαίων Τούρκων» κάνοντας τις ανοιχτές τους κοινωνίες παρελθόν. Θα ονομάσουν τους ηττημένους «ρε-αγια» που σημαίνει υποταγμένο ποίμνιο και θα οργανώσουν ένα ιδιότυπο συγκεντρωτικό κράτος το οποίο:
Πρώτον: Σε αντίθεση προς του Σελτσούκους καταπολέμησε τις κεντρόφυγες δυνάμεις όχι μόνο σε ό,τι αφορούσε την κατοχή γης και την αγροτική παραγωγή, αλλά και στις συντεχνίες των πόλεων. Τις τελευταίες τις «κρατικοποίησε», δηλαδή τις έθεσε υπό τον απόλυτο έλεγχό του.
Δεύτερον: Θέσμισε τον εξισλαμισμό σε αναγκαστικό και προαιρετικό. Αντίθετα και πάλι προς την πρακτική των Σελτσούκων, δεν επιδίωξε τον καλόβολο εξισλαμισμό και σε κάθε περίπτωση κατέστειλε τον ανοικτό χαρακτήρα της κοινωνίας. Βασικό δόγμα του Οσμανικού κράτους παρέμεινε μέχρι τέλους η αρχή του «διαίρει και βασίλευε». Έτσι καθιέρωσε το σύστημα των κλειστών εθνικών κοινοτήτων (milletler sistemi) ενώ παράλληλα καλλιέργησε με μόνιμη βάση τη διχόνοια ανάμεσα στις διάφορες θρησκευτικές / εθνικές ομάδες. Γι’ αυτό το λόγο, μολονότι δεν απέτρεψε, δεν ενθάρρυνε και τον ομαδικό εξισλαμισμό.
Τρίτον: Με διάφορες οργανώσεις παραστρατιωτικού / θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως είναι οι ντερμπέντ (derbend), δηλαδή οι φύλακες περασμάτων, προσπάθησε συστηματικά να ελέγξει, δηλαδή να εποπτεύσει, την ύπαιθρο και τον πληθυσμό της.
Τέταρτον: Οργάνωσε ένα εκπληκτικό δίκτυο κατασκοπείας που περιέσφιγγε το σύνολο των υπηκόων του. Για τον ίδιο λόγο καλλιέργησε την καχυποψία, την κρυψίνοια και την κατάδοση, ενώ θέσπισε τα βασανιστήρια ως μέσο απόσπασης πληροφορίας.
Το Οσμανικό κράτος, όπως επισημαίνει τούρκος συγγραφέας, επιβλήθηκε στους υπηκόους του λόγω του φόβου που σκόρπιζε (Heper, 1980: 28).
Ο διαχωρισμός των υπηκόων , δηλαδή των εξουσιαζομένων, σε μουσουλμάνους και σε μη μουσουλμάνους άφηνε περιθώρια αυθαιρεσίας στους πρώτους ή έθετε στη σχεδόν απόλυτη διάθεσή τους τους δεύτερους. Κατά την οσμανική ιεραρχική κλίμακα ο πιο επίλεκτος από τους μη μουσουλμάνους, και μάλιστα φορέας κρατικής εξουσίας, λογουχάρη, φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, πρακτικά επόταν του τελευταίου μουσουλμάνου υπηκόου και βέβαια μη φορέα πολιτικής εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή η έννοια της εξουσίας διαστέλλεται με βάση το θρήσκευμα /εθνότητα. Με άλλα λόγια, ο Οσμανικός Δεσποτισμός, παρότι αναφερόταν σε μια πολυεθνική κοινωνία, εκδηλωνόταν διαμέσου μιας εντονότατης φυλετικής διάκρισης.
Το καθεστώς των αγροτών μιρ’ή (mir’i) δεν τους παρείχε την ευκαιρία να απαγκιστρωθούν από τη γη που καλλιεργούσαν και να μεταβληθούν σε ελεύθερους χωρικούς. Ο ανθρώπινος μόχθος δεν απελευθερωνόταν από τις αντικειμενικές συνθήκες εργασίας. Και είναι χαρακτηριστικό πως η ακμή του οσμανικού τιμαριωτισμού, που, όπως σημειώσαμε, συνέπιπτε με την επεκτατική παντοδυναμία του οσμανικού κράτους, συμπίπτει επιπροσθέτως με τους αποκαλούμενους «σκοτεινούς αιώνες» της νέας ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα, κατά τους οποίους ο νέος Ελληνισμός (εξ)αφανίστηκε από τον προσκήνιο της Ιστορίας. Αντίθετα, με την εμφάνιση ρωγμών στον τιμαριωτισμό,έχουμε μια αυξανόμενη παρουσία της νέας ελληνικής κοινωνίας. Βέβαια η οσμανική πραγματικότητα ούτε διαμορφώθηκε ούτε να επιβλήθηκε ακαριαία . Έτσι όπως βαθμιαία συντελέστηκε η επικράτηση της οσμανικής πραγματικότητας, το ίδιο βαθμιαία έγινε και η εξαφάνιση της τοπικής αριστοκρατίας.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, την κατάκτηση μιας περιοχής συνόδευε κάποιος εποικισμός που άρχιζε με την εγκατάσταση, σε στρατηγικής σημασίας σημεία, ανδρών που συγκροτούσαν δυνάμεις φρουρίων και τειχών (Inalcik 1952:54). Μάλιστα, για λόγους ασφαλείας, στα φρούρια της Μικράς Ασίας μεταφέρονταν άνδρες από το ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας και στα φρούρια του ευρωπαϊκού τμήματος από τη Μικρά Ασία.
Τις όποιες αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού γι’ αυτές τις εγκαταστάσεις διασκέδαζε το γεγονός της μείωσης των μέχρι τότε καταβαλλόμενων φόρων. Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνει τούρκος συγγραφέας, οι Οσμανοί προχωρούσαν σε μια μερική συνεργασία με την υπάρχουσα ντόπια αριστοκρατία και αναζωογονούσαν το παλαιό γαιοκτητικό καθεστώς, ενώ δεν παρέλειπαν να προωθήσουν και το δικό τους τιμαριωτισμό (Timur, 1979:189).
Έτσι βλέπουμε ότι αρχικά υπήρχαν και χριστιανοί τιμαριούχοι. Παρατηρείται, όμως, ότι σε διάστημα δύο γενεών είχαν γίνει μουσουλμάνοι και χάθηκαν στη χοάνη της ανωνυμιάς. Μερικές οικογένειες γαιοκτημόνων παρέμειναν χριστιανοί για τρεις γενιές και γενικά η ένταξη χριστιανών στον οσμανικό τιμαριωτισμό δεν συνάντησε δυσχέρειες. Τούτο φαίνεται στην Ήπειρο, αλλά και στη Βοσνία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία (Inalcik, 1953). Παρόμοια οι Βυζαντινοί «προνοιάριοι», δηλαδή οι κάτοχοι της πρόνοιας που μετατράπηκε σε τιμάριο, οι λεγόμενοι κιαφήρ σιπαχιλέρ (Kafir Sipahiler) ή χριστγιάν σιπαχηλέρ (Hristyan Sipahriler), δεν άργησαν να εξισλαμισθούν, όπως άλλωστε και οι χριστιανοί σιπαχήδες (κάτοχοι τιμαρίων) της Πελοποννήσου που απογυμνώθηκαν από τα κτήματά τους κατά τις αρχές της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή ή Νομοθέτη, έπειτα από επαναστατικές ζυμώσεις που τους κατέστησαν ύποπτους.
Παρόλα αυτά εκπλήσσει το μέγεθος της υποτίμησης του τουρκικού επεκτατισμού. Όπως όμως παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, οι Έλληνες ποτέ δε θεώρησαν σοβαρό τον κίνδυνο και οπωσδήποτε «ως κύριους εχθρούς τους, τους Τούρκους» (Werner, 1988:182).
Αντίθετα, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον τουρκικό παράγοντα για να προωθήσουν προσωπικούς ή συλλογικούς στόχους. Οι στόχοι όμως αυτοί ήταν βραχυπρόθεσμοι και δεν εντάσσονταν σ’ ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Και σε περίπτωση που θα υπήρχε ένα σχέδιο ανατρεπόταν η παραπέρα εφαρμογή του, εφόσον οι όροι στο μεταξύ είχαν αλλάξει. Γιατί οι Οσμανοί είχαν ήδη ενισχύσει πολύ περισσότερο τις δικές τους θέσεις. Ετσι οι χθεσινοί κυρίαρχοι Βυζαντινοί έπεσαν σε δεύτερη μοίρα και το 1390 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ ο Παλαιολόγος, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια του σουλτάνου Μπαγιαζήντ, πήρε τα όπλα και εκστράτευσε κατά της Φιλαδέλφειας (Αλάσεχηρ), η οποία ήταν η μόνη μικρασιατική πόλη που επέμενε στα χέρια των Βυζαντινών, για να την παραδώσει στο σύμμαχό του. Και επειδή η πόλη δεν παραδινόταν, την κατέλαβε ο ίδιος ο αυτοκράτορας για λογαριασμό των Τούρκων (Brehier, 1969).
Είπαμε πιο πάνω πως για τους Οθωμανούς κράτος στην οσμανική πραγματικότητα το Κράτος προηγείται της Κοινωνίας την οποία ρυθμίζει έτσι ώστε να εξυπηρετεί κατά βάση τα δικά του συμφέροντα. Το κράτος τους είναι νομιμοποίηση μιας τουρανικής νομαδικής φυλής και της οικονομίας της. Υπογραμμίστηκε ήδη μια βασική διαφορά μεταξύ του καραβανιού των Αράβων και του καραβανιού των Τούρκων. Σο πρώτο δέσποζε το χαρακτηριστικό της διεξαγωγής του «εμπορίου» , ενώ στο καραβάνι των Τούρκων, η λαφυραγωγία μαζί με τη θήρα βρισκόταν προωθημένη σε πρώτο επίπεδο .
Η ιδιομορφία του τουρκικού επεκτατισμού έγκειται στην απώθηση σε δεύτερο επίπεδο της οικονομίας στο μέτρο της έναντι της κοινωνίας πρό-ταξης του κράτους. Έτσι, όπως κράτος και κοινωνία διαχωρίζονται και το πρώτο οργανώνει τη δεύτερη, διαχωρίζεται και η οικονομία (maliye). Η οικονομία τίθεται στην υπηρεσία της δημόσιας οικονομίας (Pamuk, 1988:42
Το κλειδί για την κατανόηση του κοινωνικού /πολιτικού μορφώματος βρίσκεται στη φύση του «κράτους» και των προσώπων που το εκφράζουν. Ο Γιόργκα αποκαλεί το Οσμανικό κράτος «κράτος λεηλασίας» (etat predatur) ή αλλιώς «ληστρικό κράτος». Η ορολογία έχει διπλό σημασία.
Από τη μια το «κράτος» συγκροτούν άτομα τα οποία επιβιώνουν παρασιτικά σε βάρος άλλων.Απλώς και μόνον ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και επροσωπούν τη θεσπισμένη κρατική βία και απομυζούν το υπερπροϊόν της παραγωγής της.
Δεύτερον: Από την άλλη, το «ληστρικό κράτος» σημαίνει τη δια της επέκτασης αναπαραγωγή του. Τούτο είναι αυτονόητο, δεδομένου ότι οποιαδήποτε ληστρική οργάνωση δεν αρκείται σε συγκεκριμένη πελατεία, αλλά επιδιώκει την αύξησή της. Στην προκείμενη περίπτωση μάλιστα όσο το «κράτος» επεκτείνεται τόσο αυξάνονται τα κέρδη γι’ αυτούς που εκπροσωπούν την κρατική εξουσία, ενώ παράλληλα μειώνεται ο κίνδυνος ανατροπής τους. Έτσι σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξεταστεί η Ελληνοτουρκική αντιμαχία και ο ιδιαίτερα φορτισμένος όρος της Οθωμανοκρατίας . Ακόμη και σήμερα στην Τουρκία διατηρούνται αλώβητες οι οσμανικές δομές, με συνέπεια ο όποιος εκσυγχρονισμός να είναι πάντα ψευδεπίγραφος και παραπλανητικός. Πράγμα που αποδεικνύει η απόλυτη άρνηση από την τουρκική πλευρά του κεκτημένου που εξελίσσεται στο σύγχρονο δομικό τύπο. Για παράδειγμα, τούρκος συγγραφέας οικτίρει τους σημερινού ς Γερμανούς, γιατί στα σχολικά βιβλία αναφέρουν τους προγόνους τους ως «βαρβάρους» και αχολούμενους κατά βάση με την «πολεμική τέχνη». Αντίθετα, λέγει, «εμείς (δηλαδή οι Τούρκοι) είμαστε απόγονοι των Ούνων, των Ογούζων, των Γκιοκτούρκων, εκείνοι είναι οι απόγονοί μας και η Ιστορία τους Ιστορία μας και περηφάνια μας» (Toker, Y., 1986:240)
Δεν έχει σημειωθεί ξένος συγγραφέας που να ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε καν ελληνικός πολιτισμός ή ότι οι επιφανέστεροι Έλληνες της αρχαιότητας ανήκαν στην εθνότητα που ανήκει και ο συγγραφέας. Ωστόσο οι τούρκοι συγγραφείς διατείνονται, λογουχάρη, ότι ο Όμηρος, ο Ηράκλειτος, ο Ιπποκράτης κ.λπ. ήταν Τούρκοι (Salisik, 1968:297-300).
Το γεγονός αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη σε σχέση με την ιδεολογία των Τούρκων η οποία σε κάθε περίπτωση στηρίζεται στην αναίρεση της ουσίας της (αρχαίας )ελληνικής σκέψης (Akurgal, Ε., 1986:61). Μια δομή που στη διάταξή της παραμένει απόλυτα οσμανική. Απόδειξη πως οι προοδευτικότεροι τούρκοι συγγραφείς, αποφεύγουν να προβούν σε αρνητική αξιολογική κρίση για την Οθωμανική περίοδο , αντίθετα προς τους ξένους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους δυτικούς, που δεν παραλείπουν να εκφράσουν δυσμενείς απόψεις για πολιτικά μορφώματα των δικών τους κοινωνιών, όπως λογουχάρη για τη δυτική φεουδαρχία.
 Αν οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να αφομοιωθούν και να αφομοιώσουν απόλυτα τα δεδομένα της βυζαντινής πραγματικότητας, αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην αντίθεση την οποία παρουσίαζε η κοινωνική τους ιδιοσυγκρασία σε σχέση προς την κοινωνική δομή των Βυζαντινών- Ελλήνων , αλλά και στην ολοκληρωτική αντιπαράθεση της ισλαμικής/ πολιτικής/ θρησκευτικής ιδεολογίας προς τη χριστιανική . ‘Ετσι ούτε ο Μεχμέτ Β’ ο πορθητής ούτε οι πρόγονοι, αλλά ούτε και οι απόγονοι του αισθάνθηκαν ότι ήταν διάδοχοι Καισάρων και Βασιλέων. Αντιτάχθηκαν απόλυτα στις μυχιότερες επιδράσεις του Βυζαντίου και προσδέθηκαν σε τουρανικά και ισλαμικά πρότυπα.
 Ο επίσημος τίτλος του Πορθητή ήταν «Μεχμέντ γιος του Μουράντ Χαν, πάντα νικητής» (Mehmed bin Murat Han, muzaffer daina) Ο Πορθητής, οι πρόγονοι και οι επίγονοί του είχαν βαθιά συνείδηση ότι ήταν χάνοι ή χακάν, δηλαδή επιβίωναν ως χαρακτήρας και ως μορφή εξουσίας την ηγεσία των νομαδικών φυλών όπως ορμητικά και βίαια μετανάστευαν κατά καιρούς από την Κεντρική Ασία. Ταυτιζόταν δηλαδή και ως προς τη σκέψη και ως προς τη συμπεριφορά με τον Τεμουτσίν, τον Τιμούρ και τον Αττίλα.
Άλλωστε τα σύμβολα και τα σημεία της εξουσίας μαρτυρούν τη διαφύλαξη ακέραιης της τουρανικής παράδοσης. Αντικείμενα όπως το βέλος, το τόξο, η ιππουρίδα (τουγ), η τέντα (σκηνή) και τίτλοι όπως χάνος, μπέης, σούμπασης, μπεηλέρμπεης κ.λπ. είναι περισσότερο από ενδεικτικά(Taneri, 1978:213 και συν).
Όλη αυτή η αρνητική και αναιρετική για την Ελληνική αντίληψη και τον Ελληνικό τρόπο ζωής των Οθωμανών οδήγησε στην βαθιά απέχθεια του Ελληνισμού προς την περίοδο της παντοδυναμίας τους.
Ας μην προσπαθούν κάποιοι λόγω των ιδιαίτερων οικονομικών τους συμφερόντων (επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εφοπλιστές , καναλάρχες κ. α. ) την ιστορία που γράφτηκε με αίμα να την παραχαράξουν με μελάνι.


1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια κ.Γιοβανόπουλε για το άρθρο σας,αλλά ιδιαίτερα συγχαρητήρια για τον επίλογό του.Πάντα τέτοια. Μιλτιάδης Καρράς

    ΑπάντησηΔιαγραφή